Τοποθεσία

Η εξαιρετική τοποθεσία του ξενοδοχείου, στην καρδιά της αγοράς της πόλης των Τρικάλων με θέα τον ποταμό Ληθαίο και ανάμεσα στα μοναδικά ιστορικά μνημεία της περιοχής, σας δίνει τη δυνατότητα να βρεθείτε στο κέντρο, να γευτείτε την τοπική κουζίνα και να ανακαλύψετε την πόλη και τα μνημεία της μέσα σε λίγα λεπτά.

  • 400μ από το Φρούριο
  • 300μ από την παλιά πόλη
  • 350μ από το Ασκληπιείο
  • 150μ από το Μουσείο Τσιτσάνη
  • 950μ από τον Μύλο των Ξωτικών
  • 150μ από το Τζαμί του Οσμάν Σαχ

 

Παλιά πόλη

Η παλιά πόλη, η οποία αποτελείται από τις συνοικίες Βαρούσι και παλιά Μανάβικα. Το Βαρούσι βρίσκεται στις παρυφές του Φρουρίου. Επί τουρκοκρατίας ήταν χριστιανική συνοικία, μέχρι τη δεκαετία του 1930 η αρχοντογειτονιά των Τρικάλων και σήμερα είναι στο σύνολο της διατηρητέα.

Τα παλιά βαρουσιώτικα σπίτια κτισμένα μεταξύ 17ου και 19ου αι. και οι πολυάριθμες εκκλησίες αντικατοπτρίζουν την οικονομική και πολιτιστική άνθιση του 18ου και 19ου αι. που ήταν αποτέλεσμα της ανάπτυξης του εμπορίου και της βιοτεχνίας.

Το Βαρούσι διακρίνεται για τα όμορφα αρχοντικά με τους περίτεχνους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς και τις μακριές μαρκίζες. Στη συγκεκριμένη συνοικία βρίσκονται οι παλαιότερες εκκλησίες της πόλης, οι οποίες βρίσκονται χτισμένες πολύ κοντά η μία στην άλλη.

Οι σωζόμενοι σήμερα ναοί είναι των Αγίων Αναργύρων (τοιχογραφίες του 1575), του Αγίου Δημητρίου (πριν το 1588), του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος και του Αγίου Παντελεήμονος (τέλη 16ου – αρχές 17ου αι.), του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (1674), της Αγίας Μαρίνας (1766), της Αγίας Παρασκευής (1843), της Παναγίας Φανερωμένης ή του Γενεσίου της Θεοτόκου (1849-1853), της Αγίας Επισκέψεως (1863-1877), του Αγίου Στεφάνου (1882) και του Αγίου Νικολάου.

Συνέχεια της συνοικίας Βαρούσι μέχρι και την κεντρική πλατεία είναι τα παλιά Μανάβικα, γειτονιά της παλιάς πόλης με χαρακτηριστική, ομοιόμορφη αρχιτεκτονική. Εκεί βρίσκονται μερικές από τις καλύτερες ταβέρνες και καφέ-μπαρ της πόλης.

 

Μύλος Ματσόπουλου

Ο Μύλος Ματσόπουλου είναι ο πολιτιστικός «πνεύμονας» της πόλης των Τρικάλων.

Κατασκευάστηκε το 1884 και σήμερα είναι ιστορικό-βιομηχανικό πάρκο και πολιτιστικό κέντρο. Στεγάζει επίσης τον Δημοτικό Κινηματογράφο, το Δημοτικό Θέατρο και την Πειραματική του Σκηνή, το Δημοτικό Εργαστήρι Ζωγραφικής, τη νέα θεατρική σκηνή «Μηχανουργείο«, την Κινηματογραφική Λέσχη Τρικάλων, τον ΣΟΧΤ, το cine cafe και, βεβαίως, τον Μύλο των Ξωτικών.

Πλέον θα λειτουργεί ανακαινισμένος και ανανεωμένος, ως Μουσείο Αγροτικής Ζωής. Περισσότερα στην επίσημη ιστοσελίδα

 

Κουρσούμ τζαμί

Το τέμενος του Οσμάν Σάχ ή Κουρσούμ τζαμί (Μολυβένιο τζαμί)βρίσκεται στην άκρη της πόλης των Τρικάλων, στον οδό Καρδίτσας νότια των φυλακών και του ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Το τέμενος είναι το μόνο σωζόμενο από τα πολλά οθωμανικά τζαμιά που υπήρχαν κάποτε στην πόλη των Τρικάλων. Ιδρυτής του ήταν ο Osman Sah ή Qara Osman Pasa, γιός του Mustafa Pasa (+932Η=1525/26) που παντρεύτηκε την κόρη του σουλτάνου Σελίμ Α΄(1512-20). Ο Οσμάν Σάχ όταν, μαζί με τη γυναίκα του, βρέθηκε διοικητής στο sancak των Τρικάλων, έχτισε το τέμενος αυτό και το προίκισε με εκατοντάδες αγαθοεργά ιδρύματα. Το τέμενος είναι ένα από τα 79 τζαμιά και το μοναδικό που σώζεται σε ελληνικό έδαφος που έχτισε ο ονομαστός αρχιτέκτονας του 16ου αιώνα Σινάν (Koca mimar Sinan). Η ακριβής χρονολογία ανέγερσης του τζαμιού είναι άγνωστη, αφού δεν διασώθηκε κάποια ιδρυτική επιγραφή. Πιθανολογείται όμως ότι χτίστηκε δέκα χρόνια περίπου πρίν από το θάνατο του Οσμάν Σάχ, ο οποίος τάφηκε στον γειτονικό τουρμπέ (μαυσωλείο) το 1567/8. Χτισμένο στις όχθες του ποταμού Ληθαίου περιβαλλόταν από τα άλλα ιδρύματα που έχτισε ο Οσμάν Σάχ, όπως το πτωχοκομείο, το σχολείο, ο μεντρεσές, το χάνι κ. ά. Από τα κτίσματα αυτά σήμερα σώζεται μόνο το τέμενος (τζαμί) και ο τουρμπές (μαυσωλείο) στο οποίο ετάφη ο Οσμάν Σάχ. Το τέμενος αποτελείται από μια τετράγωνη αίθουσα προσευχής που καλύπτεται με πελώριο ημισφαιρικό θόλο. Η κατεστραμμένη παλιότερα στοά (revak) στην πρόσοψη, αναστηλώθηκε πρόσφατα. Στη ΒΔ γωνία του τεμένους σώζεται ο ασκεπής μιναρές του. Ο τουρμπές (μαυσωλείο) του Οσμάν Σάχ, στα νότια του τεμένους, είναι ένα οκταγωνικής κάτοψης κτίσμα που καλύπτεται με ημισφαιρικό θόλο. Σήμερα στο εσωτερικό του τουρμπέ φυλάσσονται αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής.

 

Μουσείο Τσιτσάνη – Παλιές Φυλακές

Τον 17ο αι. , στην περιοχή όπου αργότερα κτίστηκαν φυλακές, ο επισκέπτης – περιηγητής Εβλιά Τσελεμπί, περιέγραφε τα παρακάτω: «Από τις τριάντα τρεις εξοχές (θέρετρα) πιο ονομαστή για περίπατο ήταν η εξοχή του Οσμάν Σαχ. Τη φυσική ειδυλλιακή ατμόσφαιρα, ειδικά τα καλοκαιρινά δειλινά την ομόρφαιναν το εκεί πλησίον ωραίο πέτρινο γεφύρι και το μαγγανοπήγαδο, που με τα κουβαδάκια του τροφοδοτούσε με νερό τα λουτρά. Εκεί υπήρχε το μεγάλο πέτρινο φράγμα με την τεχνητή λιμνούλα και παραδίπλα ο μυλαύλακας, που σα φίδι μέσα σε οπωροφόρα και μπαχτσέδες τροφοδοτούσε με νερό ένα μύλο παρακάτω». Αργότερα, μετά το 1881 και την ενσωμάτωση των Τρικάλων στην Ελλάδα, η φυγή των μουσουλμάνων και η οικονομική δυσπραγία, κατέστησαν ανενεργό το εκεί ευρισκόμενο χαμάμ, που χτίστηκε τον 16ο αι. Το 1895 το ελληνικό κράτος ανέγειρε φυλακές. Σύμφωνα με την ιστορικό κ. Μαρούλα Κλιάφα: «Το αρχικό κτίριο των φυλακών διέθετε δέκα θαλάμους- πέντε στο ισόγειο και πέντε στον όροφο στον οποίο ανέβαινες με εσωτερική ξύλινη σκάλα- και ένα μικρό νοσοκομείο. Στο μεγάλο προαύλιο, το οποίο περιβαλλόταν από ψηλό μαντρότοιχο, υπήρχε ένα αποχωρητήριο και μια τουλούμπα. Το 1902, επτά μόλις χρόνια από την ανέγερσή τους, οι Φυλακές, λόγω κάκιστης συμπεριφοράς των κρατουμένων, είχαν υποστεί μεγάλες φθορές με αποτέλεσμα ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης Τοπάνης να τις χαρακτηρίσει «αι ελεεινότεραι και αθλιέστεραι φυλακαί του κράτους» και να υποσχεθεί την χορήγηση 20.000 δρχ. για να επισκευασθούν». Και συνεχίζει: «Η παντελής έλλειψη συντήρησης των φυλακών είχε ως αποτέλεσμα το 1918 οι θάλαμοι του επάνω ορόφου να ευρίσκονται σε άθλια κατάσταση. Λόγω και των επανειλημμένων προσπαθειών απόδρασης των φυλακισμένων – άνοιγαν λαγούμια, ξήλωναν πατώματα και έσπαγαν με λοστούς την εσωτερική πόρτα- το κτίριο είχε υποστεί πολλές ζημιές. Το 1923 ο επιθεωρητής των φυλακών Γλυκοφρείδης συνέστησε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης την παροχή πιστώσεως 100.000 δρχ. για την επισκευή των φυλακών. Τον Απρίλιο του 1954 ο σεισμός που έπληξε τα Τρίκαλα προκάλεσε στο κτίριο των φυλακών σοβαρότατες ζημιές. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης διέθεσε τότε ένα κονδύλι 500.000 δρχ. και έγινε ριζική ανακαίνιση του κτιρίου, η οποία διήρκησε ως τις αρχές του 1957. Το ανακαινισμένο κτίριο, το οποίο περιλάμβανε οκτώ μεγάλους θαλάμους, επιθεώρησε τον Δεκέμβριο του 1956 ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης Παπακωνσταντίνου». Το συγκρότημα των Φυλακών για πάνω από έναν αιώνα είναι συνδεδεμένο με την ιστορία της πόλης των Τρικάλων. Εκτός από ποινικές φυλακές χρησιμοποιήθηκε και ως χώρος κράτησης πολιτικών κρατουμένων σε διάφορες φάσεις της πολιτικής ιστορίας της χώρας μας, αλλά και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Το 2006 οι Φυλακές κλείνουν. Μεταφέρονται σε νέα θέση, στην περιοχή της «Μπαλκούρας», τρία χιλιόμετρα βορείως των Τρικάλων. Παραμένουν ως ποινικές βαρυποινιτών, αλλά πλέον βρίσκονται εκτός του αστικού πολεοδομικού ιστού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει συζήτηση για το τι θα στεγαστεί στον εν λόγω χώρο. Τελικά αποφασίζεται η στέγαση του Κέντρου Ερευνας και Δημιουργίας – μουσείο Τσιτσάνη. Και ενώ ξεκίνησαν οι εργασίες, με βάση ολοκληρωμένη μελέτη για την ανάδειξη ολόκληρου του χώρου, με το Τζαμί και την παρακείμενη εκκλησία, δίπλα από τον Ληθαίο ποταμό, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως το παλαιό χαμάμ. Επομένως, με νέες μελέτες, προωθήθηκε η υλοποίηση δύο χωριστών αλλά με ένα αποτέλεσμα, υποέργων: Το ένα είναι το «Προστασία – ανάδειξη στο κτίριο παλαιών φυλακών Τρικάλων» το οποίο υλοποιείται με αυτεπιστασία από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Τρικάλων, ενώ το δεύτερο υποέργο αφορά την «Επανάχρηση κεντρικού κτηρίου παλαιών φυλακών Τρικάλων – Κέντρο Έρευνας Βασίλης Τσιτσάνης», με φορέα υλοποίησης το Δήμο Τρικκαίων. Συνολικός αρχικός προϋπολογισμός, 2.816.109 εκατ. ευρώ Με την ολοκλήρωση του έργου, το κτήριο μετατρέπεται σε έναν αρχαιολογικό χώρο με αρχιτεκτονική και ιστορική δομή στο ισόγειο και σε έναν χώρο με αναφορές στους ντόπιους συνθέτες και τραγουδοποιούς στον επάνω όροφο. Οι δύο εκθέσεις θα λειτουργούν ξεχωριστά, και οι δύο μαζί όμως θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη της τοπικής περιοχής και του τουρισμού της πόλης. Με την ολοκλήρωση των εργασιών στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 2016, αποδίδεται στους τρικαλινούς και τους επισκέπτες, ένας χώρος με διαχρονικότητα και πολυπολιτισμικότητα: ένας αμιγώς αρχαιολογικός χώρος με οργανωμένη αρχιτεκτονική και ιστορική δομή στο ισόγειο και ένας χώρος με αναφορές στη μουσική δημιουργία τρικαλινών συνθετών στον πάνω όροφο. Επομένως δημιουργούνται ξεχωριστές οντότητες με βελτιωμένες συνθήκες επισκεψιμότητας που θα συμβάλουν στην τουριστική προβολή της πόλης αλλά και στην ανάπτυξη του τοπικού περιφερειακού χώρου.

 

Ασκληπιείο της αρχαίας Τρίκκης

Ο ενιαίος αρχαιολογικός χώρος του Ασκληπιείου Τρικάλων που προέκυψε μετά από απαλλοτριώσεις ιδιωτικών οικοπέδων βρίσκεται στα ανατολικά της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, επί της οδού Σαράφη. Σε αυτόν έχουν αποκαλυφτεί ένα στωικό κτήριο, ένα με ψηφιδωτά δάπεδα, ένα λουτρό και ένας μικρός βυζαντινός ναός. Στα τρία πρώτα κτήρια ανγνωρίστηκε από τους ανασκαφείς ένας δημόσιος προορισμός και αποδόθηκαν με επιφύλαξη στο ευρύτερο συγκρότημα του ασκληπιείου της πόλης. Τα οικοδομήματα αυτά, που ανήκουν στην πόλη των ύστερων ελληνιστικών και πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων έχουν αποκαλυφτεί εν μέρει, καθώς τμήματα τους παραμένουν κάτω από τις σύγχρονες οδούς και τις ιδιωτικές οικοδομές που περιβάλλουν τον αρχαιολογικό χώρο.

Το υστεροελληνιστικό στωικό κτήριο βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του χώρου και έχουν αποκαλυφτεί τμήματα της νότιας και της δυτικής πλευράς του, καθώς και τμήμα της υπαίθριας με χαλικόστρωτο δάπεδο, κεντρικής αυλής του, που περιβαλλόταν από στοές τουλάχιστον στις δύο πλευρές της που έχουν έρθει στο φως. Το κτήριο κατασκευάστηκε στο πρώτο μισό του 1ου αι. π.Χ. και σταμάτησε να χρησιμοποιείται στο τέλος του 3ου αι. μ.Χ., όταν στο νότιο τμήμα της αυλής του κατασκευάστηκε ρωμαϊκό λουτρό. Όσον αφορά τη χρήση του, πιθανόν να πρόκειται, σύμφωνα με τον ανασκαφέα, για το γυμνάσιο της αρχαίας Τρίκκης.

Τμήμα του μεγάλου κτηρίου με τα ψηφιδωτά δάπεδα, του ονομαζόμενου »κτηρίου Α», αποκαλύφτηκε στα βορειοδυτικά του υστεροελληνιστικού στωικού κτηρίου. Έχουν διακριθεί σε αυτό δύο οικοδομικές φάσεις από τις οποίες η αρχαιότερη ανάγεται στο πρώτο μισό του 1ου αι. π.Χ. και η δεύτερη στο δεύτερο τέταρτο του 3ου αι. μ.Χ. Από την τελευταία φάση του κτηρίου προέρχονται το λεγόμενο »ψηφιδωτό του Λυκούργου», όπου εικονίζεται ο μυθικός βασιλιάς Λυκούργος που κατειλημμένος από μανία και κρατώντας διπλό πέλεκυ, ετοιμάζεται να επιτεθεί στην τροφό του θεού Διονύσου, νύμφη Αμβροσία, καθώς και ένα ακόμη ψηφιδωτό με παράσταση επίσης από το Διονυσιακό κύκλο (ένας όρθιος νεαρός σάτυρος και ένας γέρος πάνω σε ημίονο).

Από το συγκρότημα του ρωμαϊκού λουτρού που κατασκευάστηκε στο τέλος του 3ου αι. μ.Χ., πάνω στο νότιο τμήμα του αιθρίου του υστεροελληνιστικού στωικού κτηρίου, και επισκευάστηκε στο τέλος του 4ου αι. μ.Χ. έχουν αποκαλυφτεί τμήματα των υποκαυστών, το praefurnium και μια τετράγωνη πισίνα με κτιστά τοιχώματα. Εκτός από τα ορατά σήμερα τμήματα του λουτρού, είχαν αποκαλυφτεί κατά τη διάρκεια της εκσκαφής θεμελίων για την ανέγερση μιας παρακείμενης οικοδομής, και τέσσερις αίθουσες χλιαρού νερού και αναπαυτήριο. Στο νοτιοδυτικό τέλος τμήμα του αρχαιολογικού χώρου έχει έρθει στο φως και ένας μικρός βυζαντινός ναός που χρονολογείται ανάμεσα στο 12ο και 13ο αιώνα μ.Χ.